- χασές
- ο(λ. τουρκ.), είδος λευκού μπαμπακερού υφάσματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χασές — ο, Ν είδος λευκού βαμβακερού υφάσματος από το οποίο κατασκευάζονται σεντόνια, ασπρόρουχα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. hassa] … Dictionary of Greek
κάλικο — και καλικό, τό είδος βαμβακερού υφάσματος που έχει διάφορες ονομασίες, αναλόγως τού πάχους του, όπως μαδαπολάμι, πανί, τσίτι, χασές κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. calico < Calicut «Κάλικατ» (ονομ. πόλεως τής Ν. Ινδίας)] … Dictionary of Greek
χασεδένιος — ια, ιο, Ν φτειαγμένος από χασέ («χασεδένια ασπρόρουχα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χασέδ ες, πληθ. τής λ. χασές + κατάλ. ένιος (πρβλ. μενεξεδ ένιος, τενεκεδ ένιος)] … Dictionary of Greek
hasa — hasá s. f. Trimis de siveco, 24.10.2008. Sursa: Dicţionar ortografic HASÁ hasale f. pop. 1) Ţesătură simplă de bumbac din care se confecţionează, mai ales, lenjerie. 2) la pl. Varietăţi ale unei astfel de ţesături. /<turc. hassa Trimis de… … Dicționar Român